- ἐθελοθρησκεία
- ἐθελο-θρησκεία, ἡ,A will-worship, self-chosen service, Ep.Col.2.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐθελοθρησκεία — ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc/acc dual ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοθρησκείᾳ — ἐθελοθρησκείᾱͅ , ἐθελοθρησκεία will worship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοθρησκείας — ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc pl ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοθρησκείαν — ἐθελοθρησκείᾱν , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελοθρησκία — η (AM ἐθελοθρησκεία) ατομική, αυθαίρετη θρησκευτική πίστη και λατρεία … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek